- τριίστιος
- ος , ον 1. трёхмачтовый;2. (τό ) трёхмачтовое судно
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τριίστιος — α, ο, Ν 1. ναυτ. (για πλοίο) αυτός που έχει τρεις ιστούς, τρικάταρτος 2. το ουδ. ως ουσ. το τριίστιο ναυτ. ιστιοφόρο πλοίο με τρεις κύριους ιστούς, αλλ. τρικάταρτο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ίστιος (< ιστίο), πρβλ. δι ίστιος. Το επίθ., στον λόγιο… … Dictionary of Greek
τρικάταρτος — η, ο, Ν 1. (για πλοίο) αυτός που έχει τρία κατάρτια, τριίστιος 2. το ουδ. ως ουσ. το τρικάταρτο ναυτ. το τριίστιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + κατάρτι] … Dictionary of Greek